Highlights magazine:

“Τι συμβαίνει όταν σε μια παράσταση τίποτα δεν
λειτουργεί; Ή μάλλον όταν τίποτα δεν έχει κουρδιστεί για
να λειτουργήσει; Το έργο, οι ήρωες, οι καταστάσεις, οι
ηθοποιοί, τα σκηνικά, τα κοστούμια, η μουσική, όλα στέκουν
ξεχαρβαλωμένα και εκτεθειμένα πάνω στη σκηνή ενώ ο
θεατής καταπιέζεται να παρακολουθήσει κάτι που δεν τον
αφορά. Αυτή η ολοκληρωτική αποτυχία θα χαρακτήριζε το
Ελντοράντο που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης
στο Θέατρο Χώρα, εάν δεν υπήρχε επί σκηνής ο Θάνος
Σαμαράς.
Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά το πρώτο του σκηνοθετικό
εγχείρημα με την Άννα Κοκκίνου στο τρίπτυχο «Κοκτό-
Ντίκινσον-Μπέκετ», ο Γιάνναρης επέλεξε να επιστρέψει με
ένα έργο του γερμανού δραματουργού της βερολινέζικης
Σάουμπινε, το Ελντοράντο (2004) – αξίζει να σημειωθεί ότι
είναι το τρίτο έργο του Μάγιενμπουργκ που ανεβαίνει στην
Αθήνα σε λιγότερο από ένα χρόνο. Τα έργα του, νοσηρά
και ανθρωποφαγικά, λειτουργούν σαν ένας γκροτέσκος
καθρέφτης της σύγχρονης κοινωνίας διογκώνοντας τη
διαστροφή της.
Το Ελντοράντο είναι ένας τέτοιος καθρέφτης, που
προβάλλει έναν κόσμο σε διάλυση, την κατάρρευση των
θεσμών, το κυνήγι της επιτυχίας και του χρήματος αλλά και
την υπαρξιακή παγίδευση του ανθρώπου (έντονο το μοτίβο
του αστακού στο ενυδρείο). Για τον Μάγιενμπουργκ, μια
πόλη στο μεταίχμιο της καταστροφής είναι ένα σύγχρονο
Ελντοράντο. Μια κυριολεκτικά και μεταφορικά φλεγόμενη
πόλη όπου οι ντόπιοι ιθαγενείς εκδιώκονται και στοιβάζονται
σε προσφυγικά στρατόπεδα ενώ οι αμοραλιστές επενδυτές,
οι σύγχρονοι κατακτητές, ακολουθούν τις στρατιωτικές
επιχειρήσεις «οραματιζόμενοι» την κατασκευή μιας
μελλοντικής πόλης. Ένας δυνητικός κόσμος ευημερίας
που τους παρασύρει στον όλεθρο όταν οι επαναστατημένοι
ιθαγενείς εξοστρακίζουν τους εισβολείς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξετυλίγεται και η ιστορία του
Άντον, ενός μικροαπατεώνα απολυμένου κτηματομεσίτη.
Προσπαθεί να επιβιώσει αποκρύπτοντας το γεγονός από
την έγκυο γυναίκα του –μια πιανίστρια που έχει χάσει την
πίστη της στη μουσική– και προσπαθεί να εξαπατήσει την
αλκοολική χήρα πεθερά του και τον τυχοδιώκτη νεαρό
εραστή της για να αποφύγει την οικονομική καταστροφή.
Η σκηνοθεσία του Γιάνναρη, αδέξια και αποσπασματική,
απέτυχε στην ανάδειξη αυτού του κόσμου αφήνοντας
ηθοποιούς και κείμενο εκτεθειμένους. Η μαύρη αυτή
κωμωδία αντιμετωπίστηκε στεγνά και άχαρα. Οι δύο
παράλληλοι μικρόκοσμοι (οικογένεια και πόλη) δεν
συνδέθηκαν ουσιαστικά και οι ιστορίες τους μένουν
μετέωρες και, κατά συνέπεια, αδικαιολόγητες. Τα
πρόσωπα του Ελντοράντο, όλα ένοχα και υπεύθυνα για την
καταστροφή, παρέμειναν σε ένα πρώτο σχηματικό, σχεδόν
περιγραφικό, επίπεδο. Η σαφής έλλειψη διδασκαλίας
οδήγησε τους ηθοποιούς στην ταμπούρωση πίσω από
δοκιμασμένα σχήματα και τεχνικές, σε καμώματα ή σε
μια άχαρη διεκπεραίωση (Γιώτα Φέστα, Διόνη Κουρτάκη,
Κώστας Τριανταφυλλόπουλος, Λεωνίδας Καλφαγιάνης,
Γιούλη Τάσιου).
Ο Θάνος Σαμαράς όμως, ακολουθώντας έναν δικό του
δρόμο που δεν μπορεί να χρεωθεί στη σκηνοθεσία, έπλασε
έναν αληθινό χαρακτήρα, έναν αληθινό άνθρωπο που την
αλήθεια του την έφερε με τον πιο υποδειγματικό τρόπο
στη σκηνή. Διήνυσε αυτάρεσκα αλλά αποτελεσματικά την
πορεία του Άντον από την απόλυτη σιγουριά στην τρέλα,
αντιμετώπισε την αγωνία της διατήρησης της «ταυτότητάς»
του, πολέμησε με ανεξέλεγκτα συναισθήματα και άφησε
τη διαφθορά να σαπίσει το μυαλό του μέχρι την τελική
κατάρρευση. Μια πορεία που ξεκινά σιγανά, σχεδόν
υποτονικά –δυσκολεύεσαι ακόμη και να τον ακούσεις στα
πρώτα του λόγια– για να καταλήξει σε έναν πραγματικό
κοχλασμό και σε ένα εκπληκτικό κρεσέντο.
Στην αμηχανία της σκηνοθεσίας συνέβαλε και η
ανεκμετάλλευτη πασαρέλα που εγκλώβισε ακόμη
περισσότερο τους ηθοποιούς (σκηνικά-κοστούμια του
Σωκράτη Σωκράτους) ενώ θετική αναφορά πρέπει να
γίνει στη μουσική σύνθεση του Δημήτρη Μαραμή, που
έφτιαξε ένα ηχητικό περιβάλλον αγωνίας, απελπισίας και
καταστροφής.

Ειρήνη Μ. Μουντράκη”